- αλεκάτη
- η обл прялка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλεκάτη — η 1. ρόκα (αρχ. ἠλακάτη), όργανο τής κατεργασίας τού μαλλιού, που αποτελείται από καλαμένιο κορμό ή διχαλωτή ράβδο, γύρω από την άκρη τής οποίας τυλίγεται το μαλλί, το λινό, το βαμβάκι κ.ά. για γνέσιμο 2. η τουλούπα, η τούφα μαλλιού βαμβακιού κ.ά … Dictionary of Greek
αλεκατίζω — [αλεκάτη] περιτυλίγω στην αλεκάτη μαλλί ή βαμβάκι για γνέσιμο … Dictionary of Greek
αλεκατώνω — [αλεκάτη] αλεκατίζω … Dictionary of Greek
αλεκάτι — το η αλεκάτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἠλεκάτιον (πρβλ. ἀλεκάτη)] … Dictionary of Greek